Μεγάλη άνοδος των οικονομικών αποτελεσμάτων των εταιρειών ΓΕΚ και ΤΕΡΝΑ στο οικονομικό έτος 2004
Ολοκληρώθηκε στις 3/12/2004 η συγχώνευση με απορρόφηση της εταιρείας "Γενική Εταιρεία Κατασκευών Α.Ε" από την εταιρεία "ΓΕΚ ΑΕ Συμμετοχών, Ακινήτων, Κατασκευών" (πρώην ΕΡΜΗΣ Επιχειρήσεις Ακινήτων Α.Ε), με αποτέλεσμα μια ισχυρή εταιρική οντότητα, την ΓΕΚ Α.Ε, με ενισχυμένα ίδια κεφάλαια, ικανή ταμειακή θέση και εξαιρετική κεφαλαιακή διάρθρωση, διασφαλίζοντας την χρηματοδότηση του υψηλού επενδυτικού προγράμματος του Ομίλου. Επιπλέον, ο Όμιλος ελαχιστοποιεί τον επιχειρηματικό κίνδυνο διευρύνοντας τις δραστηριότητές του, διαθέτοντας πλέον ικανό μέγεθος προκειμένου να πρωταγωνιστήσει στους τομείς που δραστηριοποιείται, δηλαδή τις Κατασκευές, την Ενέργεια, το Real Estate και τις Παραχωρήσεις.
Ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών του Ομίλου ΓΕΚ ανήλθε σε 425,3 εκ. ευρώ. Τα κέρδη προ φόρων και δικαιωμάτων μειοψηφίας ανήλθαν σε 56,9 εκ. ευρώ, ενώ τα κέρδη προ φόρων και μετά τα δικαιώματα μειοψηφίας ανήλθαν σε 34,1 εκ. ευρώ Τα λειτουργικά κέρδη (αποτελέσματα εκμετάλλευσης) διαμορφώθηκαν σε 59,3 εκ. ευρώ.
Οι αποσβέσεις ανήλθαν σε 13,16 εκ. ευρώ, ενώ οι μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις σε 58,4 εκ. ευρώ, αντανακλώντας τις αυξημένες επενδύσεις στην Ενέργεια και το Real Estate.
Τα μεγέθη του Ομίλου ΤΕΡΝΑ σημείωσαν εντυπωσιακή άνοδο το 2004.
Τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων και προ δικαιωμάτων μειοψηφίας αυξήθηκαν κατά 31,8% και ανήλθαν σε 56,8 εκ. ευρώ έναντι 43,1 εκ. ευρώ το 2003, ενώ τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων και μετά τα δικαιώματα μειοψηφίας ανήλθαν σε 52 εκ. ευρώ έναντι 39,5 εκ. ευρώ το 2003, αυξημένα κατά 31,6%. Ο ενοποιημένος κύκλος εργασιών ανήλθε σε 423,7 εκ. ευρώ.
Ο τομέας Real Estate του Ομίλου ισχυροποιείται, ενώ οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις στον κλάδο της Ενέργειας υπερβαίνουν τα 140 εκ. ευρώ, τοποθετώντας τον Όμιλο στην πρώτη θέση των ιδιωτών παραγωγών ενέργειας, με περισσότερα από 210 MW σε λειτουργία.
Σύμφωνα με την Διοίκηση "οι σημαντικές επενδύσεις που υλοποιούνται κατοχυρώνουν τις εξαιρετικές προοπτικές του Ομίλου, σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο".