ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΣΤΙΣ 31.12.2000

Α.ΜΕΓΕΘΗ ΙΣΟΛΟΓΙΣΜΟΥ Από μία σύντομη αναδρομή στα κυριότερα μεγέθη του Ισολογισμού καθώς και των Αποτελεσμάτων Χρήσεως 2000 προκύπτουν οι πιό κάτω βασικές επισημάνσεις. Το σύνολο του Ενεργητικού/Παθητικού την 31/12/2000 ανήλθε σε 5333 δις έναντι δρχ . 4545 δις την 31/12/1999 παρουσιάζοντας αύξηση της τάξης των δρχ. 778 δις ή 17,3%. Αναλυτικότερα για τα επιμέρους στοιχεία σημειώνουμε τα πιο κάτω: Οι χορηγήσεις προς την πελατεία ανήλθαν σε δρχ. 2285 δις έναντι δρχ. 1761 δις το 1999 και σημείωσαν αύξηση κατά δρχ. 524 δις ή ποσοστό 29,8%. Εξ αυτών οι μεν δραχμικές χορηγήσεις που λόγω του μεγαλύτερου περιθωρίου κέρδους αποτελούν τις πλέον προσοδοφόρες και επιδιωκόμενες, ανήλθαν σε δρχ. 1539 δις έναντι 1106 δις το 1999, δηλαδή αυξήθηκαν κατά δρχ. 433 δις ή ποσοστό 39,1% οι δε συναλλαγματικές ανήλθαν σε δρχ. 746 δις έναντι δρχ. 655 δις το 1999 αυξήθηκαν δηλαδή κατά δρχ. 91 δις ή ποσοστό 13,9%. Από την κατά κλάδο οικονομίας ανάλυση σημειώνεται ότι οι μεγαλύτεροι ρυθμοί αύξησης σημειώθηκαν στον Οικισμό (36,7% έναντι 33,0% το 1999), στο Εμπόριο (26,4% έναντι 34,8% το 1999), στη Ναυτιλία 15,5% έναντι 6,9% το 1999), στους Λοιπούς κλάδους (45,5% έναντι 16,8% το 1999) που καλύπτουν κυρίως χρηματοδοτήσεις σε εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, σε κατασκευαστικές και οικοδομικές επιχειρήσεις και σε επαγγελματίες για επαγγελματική στέγη και στο Δημόσιο Τομέα (142,4% έναντι - 3,5%). Θετική συμβολή στην πιο πάνω εξέλιξη είχαν και τα Καταστήματα του εξωτερικού της Τράπεζας, στην Κύπρο και το Λονδίνο. Το Χαρτοφυλάκιο των Ομολόγων ανήλθε σε δρχ. 1273 δις έναντι δρχ. 1.450 δις το 1999. Η σημειωθείσα κατά δρχ. 177 δις ή 12,2% μείωση που πραγματοποιήθηκε από τα τέλη του 2000, είναι αποτέλεσμα της ακολουθούμενης πολιτικής σταδιακής αναδιάρθρωσης του ενεργητικού με στόχο τη βελτίωση του μεικτού περιθωρίου κέρδους από τόκους στις χρήσεις που θα ακολουθήσουν, μετά την αναπροσαρμογή των επιτοκίων των ομολόγων που έγινε σταδιακά μέσα στο 2000 στα αντίστοιχα επίπεδα της Ε.Ε. και από όπου δεν αναμένονται πλέον υψηλές κεφαλαιακές αποδόσεις.Οι απαιτήσεις κατά Πιστωτικών Ιδρυμάτων ανήλθαν σε δρχ. 341 δις έναντι δρχ. 159 δις το 1999 δηλαδή σημείωσαν αύξηση κατά δρχ. 114,5% ή δρχ. 182 δις και αφορούν κυρίως τοποθετήσεις σε διατραπεζικές αγορές του εσωτερικού και του εξωτερικού. Το Εμπορικό χαρτοφυλάκιο των μετοχών ανήλθε σε δρχ. 195 δις έναντι 109 δις το 1999 δηλαδή αυξήθηκε κατά δρχ. 86 δις ή 78,9%, λόγω τόσο των πράξεων πωλήσεων-επαναγορών για την καταγραφή επικερδών συναλλαγών όσο και από νέες αγορές. Οι συμμετοχές ανήλθαν σε δρχ. 197 δις έναντι δρχ. 111 δις το 1999 και σημείωσαν αύξηση κατά δρχ. 86 δις ή ποσοστό 77,5%. Η μεταβολή οφείλεται κυρίως στην συμμετοχή σε αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου θυγατρικών εταιρειών (Εμπορική Επενδυτική 28,1 δις, METROLIFE Εμπορική 9,4 δις, Εμπορική FACTORING 2,5 δις, Τράπεζα Επενδύσεων 1,2 δις, COMMERCIAL BANK ALBANIA 2,9 δις) . Τα διαθέσιμα στη Κεντρική Τράπεζα ανήλθαν σε δρχ. 811 δις έναντι 735 δις το 1999 δηλαδή σημείωσαν αύξηση κατά δρχ. 76 δις ή 10,3% . Σημαντικό μέρος αυτών των διαθεσίμων ύψους δρχ. 470 δις., που σήμερα τηρούνται στη Τ.Ε. υπό μορφή υποχρεωτικών καταθέσεων, θα αποδεσμευτεί σταδιακά εντός του 2001 (δρχ. 313 δις) και του 2002 (δρχ. 157 δις) και θα αυξήσει σημαντικά την ρευστότητα και τη δυνατότητα εναλλακτικών αποδοτικότερων τοποθετήσεων στις χρήσεις αυτές.Από πλευράς στοιχείων Παθητικού: Οι υποχρεώσεις προς πιστωτικά ιδρύματα ανήλθαν σε 510 δις δρχ. έναντι 308 δις πέρυσι παρουσιάζοντας αύξηση κατά΄202 δις ή 65,6% . Οι καταθέσεις της πελατείας & Repos ανήλθαν σε δρχ. 3776 δις έναντι δρχ. 3439 δις την 31/12/1999 παρουσιάζοντας αύξηση κατά 9,79%. Τα 337 δις δρχ. της αύξησης προήλθαν από την αύξηση των Repos κατά 450 δις δρχ. (ποσοστό αύξησης 99,80%) από την αύξηση των δραχμικών καταθέσεων κατά 127 δις δρχ. (ρυθμός αύξησης 5,97% έναντι 13,68%) και από τη μείωση των καταθέσεων σε συνάλλαγμα κατά 241 δις δρχ. (ρυθμός μεταβολής · 27,63% έναντι 44,22%). Η εξέλιξη στις καταθέσεις σε συν/γμα είναι αποτέλεσμα της υποκατάστασης από την πελατεία του προϊόντος SYNTHETIC SWAPS με REPOS. Οσον αφορά τη διάρθρωση κατά κατηγορία των καταθέσεων πελατείας δρχ. και συν/τος παρατηρήθηκε αύξηση της συμμετοχής των καταθέσεων Ταμιευτηρίου και μείωση της συμμετοχής των καταθέσεων Οψεως και Προθεσμίας.Στον πιο κάτω πίνακα παρατίθεται η εξέλιξη της διάρθρωσης των καταθέσεων πελατείας κατά τα έτη 1998, 1999, 2000. 2000 1999 1998 ΟΨΕΩΣ, 16,49%, 16,78%, 13,24%, ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ, 63,43%, 54,79%, 62,22%, ΠΡΟΘΕΣΜΙΑΣ, 20,08%, 28,43%, 24,53% Τα ίδια κεφάλαια της Τράπεζας, με την υλοποίηση της πρότασης διανομής που παρατίθεται και την προσθήκη ποσού δρχ. 3,5 δις από την αναπροσαρμογή της αξίας ακινήτων σύμφωνα με το νόμο 2065/92, ανέρχονται σε δρχ. 631 δις έναντι δρχ. 591 δις την 31/12/1999 και είναι αυξημένα κατά δρχ. 40 δις ή ποσοστό 6,8%.Β.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΧΡΗΣΕΩΣ Τα καθαρά λειτουργικά αποτελέσματα της Τράπεζας ανήλθαν σε δρχ. 115,3 δις έναντι δρχ. 90,3 δις το 1999 δηλαδή σημείωσαν αύξηση κατά δρχ. 25 δις ή 27,7%. Το θετικό αυτό αποτέλεσμα δημιουργήθηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες που αναφέρονται: ό Στο περιβάλλον της χρηματαγοράς, όπου επικράτησε συμπίεση περιθωρίου μεταξύ επιτοκίων χορηγήσεων & ομολόγων και επιτοκίων καταθέσεων και Repos λόγω αφενός της πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος που διατηρούσε σε υψηλά επίπεδα μέχρι τέλους του έτους το κόστος χρήματος και της υποκατάστασης καταθέσεων από REPOS και αφετέρου λόγω της επιθετικής τιμολογιακής πολιτικής της Τράπεζας. Το γεγονός αυτό η Τράπεζα το αντιμετώπισε με επιτυχία αξιοποιώντας μέρος της υπεραξίας του εμπορικού χαρτοφυλακίου των ομολόγων αλλά και με τη σημαντική της επέκταση και αναδιάρθρωση. ό Στο περιβάλλον της Κεφαλαιαγοράς όπου υπήρξε η γνωστή αρνητική χρηματιστηριακή συγκυρία η οποία επέδρασε αρνητικά τόσο στη δυνατότητα άντλησης κεφαλαιακών κερδών όσο και στις προμήθειες από εισαγωγές εταιρειών στο Χρηματιστήριο και από διαμεσολάβηση σε Χρημ/κές πράξεις και επενδύσεις σε Αμοιβαία Κεφάλαια. όΣτην εξυγίανση του Ισολογισμού της Τράπεζας με τη διενέργεια πρόσθετων προβλέψεων ύψους δρχ. 8,8 δις και την εφαρμογή εθελουσίας εξόδου προσωπικού που επιβάρυνε τη χρήση του 2000 με 2,3 δις δρχ.Ειδικότερα: Το καθαρό αποτέλεσμα από τόκους δρχ. και συν/τος μετά την αφαίρεση της εισφοράς του Ν. 1281/75 και της εισφοράς στο Ταμείο Εγγ. Καταθ. (ΤΕΚ) , ανήλθε σε δρχ. 153,4 δις έναντι δρχ. 132,2 δις το 1999 σημειώνοντας αύξηση κατά δρχ. 21,2 δις ή ποσοστό 16,1%. Η αύξηση αυτή σημειώθηκε παρά τη σημαντική συμπίεση του Spread που προαναφέρθηκε και το οποίο αναμένεται να επανακάμψει σημαντικά στη χρήση του 2001. Τα έσοδα από τίτλους που αφορούν μερίσματα από το εμπορικό και το συμμετοχικό χαρτοφυλάκιο μετοχών, ανήλθαν σε δρχ. 10,8 δις έναντι 2,3 δις το 1999. Η σημαντική αύξηση των μερισμάτων κατά δρχ. 8,5 δις ή 369,6% είναι αποτέλεσμα της σημαντικής κερδοφορίας που είχαν το 1999 οι θυγατρικές εταιρείες του χρηματοπιστωτικού Τομέα (Εμπορική Χρηματιστηριακή, Εμπορική Επενδυτική, Ερμής ΑΕΔΑΚ). Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ανήλθαν σε δρχ. 49,7 δις έναντι δρχ. 58,7 δις το 1999 σημειώνοντας μείωση κατά 15,3% ή δρχ. 9 δις. Η μείωση αυτή οφείλεται στην αρνητική χρηματιστηριακή συγκυρία, που είχε σαν αποτέλεσμα την είσπραξη μειωμένων προμηθειών από αμοιβαία κεφάλαια κατά δρχ. 12,7 δις ή 81,9%. Τα αποτελέσματα από χρηματοικονομικές πράξεις διαμορφώθηκαν σε δρχ. 71,7 δις έναντι δρχ. 48,3 δις το 1999 δηλαδή αυξήθηκαν κατά δρχ. 23,4 δις ή 48,4%. Η αύξηση αυτή προέκυψε από την θετική εξέλιξη των κερδών από αγοραπωλησίες μετοχών κατά δρχ. 7,3 δις (δρχ. 63,2 δις έναντι δρχ. 55,9 δις) και από την αύξηση των κερδών από συναλλαγματικές πράξεις κατά δρχ. 16,1 δις (δρχ. 8,5 δις έναντι · 7,6 δις). Σημειώνεται ότι οι συν/κές διαφορές, λόγω της εφαρμογής των Ελληνικών Λογιστικών Προτύπων, εμπεριέχουν και τόκους λόγω των SWAPS με αποτέλεσμα να αλλοιώνουν μερικά την καθαρή εικόνα των εσόδων από τόκους και των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις. Έτσι για τις χρήσεις 2000 και 1999 αντίστοιχα, εάν διορθωθούν οι επιρροές των Synthetic Swaps επί τόκων εξόδων και επί συν/κών διαφορών κατά τη χρηματοικονομική προσέγγιση (Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα) τότε θα είχαμε: 2000 1999 % Καθαρό αποτέλεσμα εκ τόκων 146,8δις 101,3δις 44,9 Αποτελ. από χρημ/κές πράξεις 78,4δις 79,2δις -1,01 Spread δρχ. & συν/κών κεφ. (επί μέσου ενεργ.) 2,76% 2,14% Spread δρχ. & συν/κών κεφ. (επί μέσου ενεργ.) 2,02% 2,17% (χωρίς τα κεφ.κέρδη Ο.Ε.Δ.) αντί αυτών που εμφανίζονται στην υπό δημοσίευση λογιστική κατάσταση και δείχνουν το καθαρό αποτέλεσμα εκ τόκων αυξημένο κατά, μόνο 16,1%, και τα αποτελέσματα από χρηματο-οικονομικές πράξεις αυξημένα κατά 48,4%.Τα Λοιπά έσοδα εκμετάλλευσης ανήλθαν σε δρχ. 5,1 δις έναντι δρχ. 4,6 δις το 1999, σημειώνοντας αύξηση κατά δρχ. 0,5 δις ή ποσοστό 11,2% που περιλαμβάνουν έσοδα από παροχή μηχ/κών υπηρεσιών σε τρίτους, ενοίκια θυρίδων θησαυροφυλακίου, εισπραττόμενα έξοδα επικοινωνιών κλπ. Ετσι το σύνολο των μικτών εσόδων της Τράπεζας διαμορφώθηκε σε δρχ. 290,9 δις έναντι δρχ. 246,1 δις το 1999 παρουσιάζοντας αύξηση κατά δρχ. 44,8 δις ή ποσοστό 18,2%. Από το σκέλος των δαπανών επισημαίνουμε τα εξής: Τα έξοδα προσωπικού, που συνίστανται από τις άμεσες παροχές (μισθοί & ημερομίσθια), τις εργοδοτικές εισφορές, τη δαπάνη καλύψεως του ελλείμματος ΤΕΑΠΕΤΕ και τις λοιπές άμεσες ή έμμεσες παροχές στο προσωπικό, ανήλθαν σε δρχ. 104,8 δις έναντι δρχ. 97,7 δις το 1999 και είναι αυξημένα κατά δρχ. 7,1 δις ή ποσοστό 7,3%. Στα έξοδα προσωπικού της χρήσης 2000 έχει συμπεριληφθεί και το μεγαλύτερο μέρος (δρχ.2,3 δις) της δαπάνης για την αποζημίωση του αποχωρήσαντος προσωπικού από την υλοποίηση της απόφασης για την εφαρμογή εθελουσίας εξόδου. Χωρίς την προσθήκη της δαπάνης αυτής το ποσοστό αύξησης των δαπανών προσωπικού θα ήταν της τάξεως του 4,9%. Σημειώνεται ότι τα έξοδα προσωπικού συνιστούν το μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών δαπανών της Τράπεζας δηλαδή το 71,0% έναντι 69,7% το 1999 και 72,7% το 1998, αλλά η σχέση τους ως ποσοστό των εσόδων εκμετάλλευσης (δείκτης αποτελεσματικότητας εργασίας) από 54,1% το 1998 και 39,7% το 1999, διαμορφώθηκε σε 36% το 2000.Τα Λοιπά έξοδα διοικήσεως στα οποία περιλαμβάνονται τα πάσης μορφής έξοδα λειτουργίας της Τράπεζας ( Μισθώματα ακινήτων & Ηλεκτρονικού εξοπλισμού, Αμοιβές Τρίτων, Έξοδα επικοινωνίας, Δικαστικά έξοδα, Ασφάλιστρα, Φωτισμός-Θέρμανση-Ύδρευση , Διαφημίσεις, Δημοσιεύσεις, Συνδρομές, Αναλώσιμα κ.τ.λ. ) σημείωσαν σημαντική επιβράδυνση συμβάλλοντας θετικά στη τελική διαμόρφωση του καθαρού αποτελέσματος και παρουσίασαν αύξηση κατά 2,6% έναντι 30,4% το 1999. Το συνολικό τους ύψος διαμορφώθηκε σε δρχ. 28,9 δις . έναντι δρχ.28,2 δις το 1999. Οι έμμεσοι φόροι που βαρύνουν τα μικτά αποτελέσματα διαμορφώθηκαν σε δρχ.4,4 δις έναντι δρχ. 5,2 δις το 1999 και σημείωσαν μείωση κατά δρχ.0,8 δις. ή ποσοστό 16,4% . Η μείωση οφείλεται στο ότι η προηγούμενη χρήση είχε επιβαρυνθεί με έκτακτους φόρους συγκέντρωσης κεφαλαίου, ύψους δρχ. 825 εκατ. από τις διαδοχικές αυξήσεις του Μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας.( κεφαλαιοποιήσεις αποθεματικών & αύξηση με καταβολή μετρητών). Οι αποσβέσεις των παγίων στοιχείων ανήλθαν σε δρχ. 9,6 δις έναντι 9,1 δις το 1999 σημειώνοντας αύξηση κατά 0,5δις ή 5,5% . Η χρήση του 2000 επιβαρύνθηκε με επιπλέον αποσβέσεις κατά δρχ 55 εκατ. λόγω της αναπροσαρμογής της αξίας των ακινήτων που έγινε σύμφωνα με το Ν.2065/92.Τα Λοιπά έξοδα εκμεταλλεύσεως που περιλαμβάνουν δαπάνες για χορηγίες, δωρεές, ενισχύσεις συλλογικών οργάνων κ.τ.λ. περιορίστηκαν σε δρχ. 966εκατ. έναντι δρχ. 1.362 εκατ. το 1999, σημειώνοντας μείωση κατά δρχ. 396 εκατ. ή 29,1% . Οι προβλέψεις για ενδεχόμενες διαγραφές επισφαλών απαιτήσεων ανήλθαν σε δρχ.26,5 δις έναντι δρχ. 14,2 δις το 1999. Στη χρήση του 2000πέραν της πρόβλεψης του άρθρου 2 του Ν. 396/68, που ανήλθε σε δρχ. 18 δις έναντι δρχ.14,2 δις το 1999 και που αντιπροσωπεύει το 1% του συνόλου των χορηγήσεων της Τράπεζας πλην των εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, έγινε πρόσθετη πρόβλεψη ύψους δρχ. 8,8 δις. με στόχο την αύξηση των σχηματισμένων αποθεματικών και την ευχέρεια για διαγραφή επισφαλών απαιτήσεων όπου θα κριθεί αυτό απαραίτητο. Με την προσθήκη στα καθαρά λειτουργικά αποτελέσματα, των εκτάκτων αποτελεσμάτων ύψους δρχ. 0,3 δις το 2000 έναντι δρχ. 221,3 δις το 1999 που περιελάμβαναν το κέρδος από τη πώληση της Ιονικής Τράπεζας, τα καθαρά συνολικά αποτελέσματα προ φόρου εισοδήματος, ανήλθαν σε δρχ. 115,6 δις έναντι δρχ. 311,6 δις το 1999 (90,3 δις. χωρίς το κέρδος της Ιονικής).Τέλος, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να προτείνει στη Γενική Συνέλευση, τη διανομή μερίσματος δρχ. 450 ανά μετοχή, έναντι μερίσματος δρχ. 300 το 1999, ήτοι αύξηση της τάξεως του 50%. Ετσι, η μερισματική απόδοση ανέρχεται σε 2,6% επί της τιμής της μετοχής στις 31/12/2000, έναντι 1,2% περίπου επί της αντίστοιχης τιμής στις 31/12/1999. Ως προς τα αποτελέσματα του Ομίλου, αυτά θα συζητηθούν αναλυτικά όταν δημοσιευτεί ο ενοποιημένος ισολογισμός τις αμέσως επόμενες μέρες. Εδώ σημειώνεται ότι τα καθαρά προ φόρων κέρδη του Ομίλου, μετά την αφαίρεση των κερδών της μειοψηφίας, ανήλθαν σε δρχ. 144,2 δις έναντι δεχ. 136,4 δις το 1999, σημειώνοντας αύξηση κατά 5,7%, ενώ τα ίδια κεφάλαια του Ομίλου διαμορφώθηκαν σε δρχ. 708 δις έναντι δρχ. 663 δις το 1999, σημειώνοντας αύξηση κατά 6,8%.

Αναζήτηση
Εργαλειοθήκη
Νόμοι και Κανονισμοί

Αγορά

Γενικός Δείκτης

Ημερολόγιο

FinancialCalendarPortlet

Εκδότης Αντικειμένων