'Μισθολογικές αυξήσεις στην Ελλάδα' - Δελτίο Τύπου της 13/11/2004.

Σε χθεσινή (12.11.2004) ανακοίνωση της ΓΣΕΕ, η οποία εκδόθηκε με αφορμή την παρουσίαση στις 11.11.2004 της Ενδιάμεσης Έκθεσης του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος από τον Διοικητή κ. Νικόλαο Χ. Γκαργκάνα στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, διατυπώνονται σχόλια που στηρίζονται σε λανθασμένη ερμηνεία των θέσεων που έχει επανειλημμένα διατυπώσει με σαφήνεια η Τράπεζα της Ελλάδος για τις μισθολογικές αυξήσεις.

Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωση της ΓΣΕΕ υποστηρίζεται ότι (α) η Τράπεζα της Ελλάδος παραγνωρίζει ότι η ψαλίδα μεταξύ του μέσου ελληνικού μισθού και του μέσου μισθού στη ζώνη του ευρώ είναι τεράστια και (β) ότι "το κόστος εργασίας στη χώρα μας είναι αρκετά χαμηλό, οι μισθοί ακόμα χαμηλότεροι και αν ακολουθηθούν οι συνταγές του κ. Διοικητή οι εργαζόμενοι θα γίνονται όλο και φτωχότεροι'.

H Τράπεζα της Ελλάδος ασφαλώς γνωρίζει ότι το επίπεδο των μισθών στην Ελλάδα είναι από τα χαμηλότερα στη ζώνη του ευρώ, δεν θα μπορούσε να είναι αντίθετη στη διαδικασία σύγκλισης των ελληνικών μισθών προς το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ και βεβαίως ουδέποτε υποστήριξε ότι πρέπει οι εργαζόμενοι να γίνονται όλο και φτωχότεροι. Όμως, για να επιτευχθεί σταθερότητα των τιμών και να συμβάλουν οι μισθολογικές εξελίξεις στην αναγκαία βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας έναντι των εμπορικών της εταίρων στη ζώνη του ευρώ, θα πρέπει η αύξηση των πραγματικών αποδοχών (δηλαδή η αύξηση των ονομαστικών αποδοχών μείον ο πληθωρισμός) να συσχετίζεται με την αύξηση της παραγωγικότητας. Η θέση αυτή είχε εξηγηθεί αναλυτικά στην προηγούμενη Έκθεση που είχε υποβάλει η Τράπεζα της Ελλάδος στη Βουλή και το Υπουργικό Συμβούλιο στις 29 Μαρτίου 2004. Συγκεκριμένα, στο Κεφάλαιο V εκείνης της Έκθεσης (σελ. 126-130) γινόταν εκτενής αναφορά στη διαδικασία σύγκλισης των μέσων αποδοχών στην Ελλάδα προς το μέσο όρο των αποδοχών στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ειδικότερα, αναφερόταν ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Eurostat, το 2003 οι ωριαίες αποδοχές και εργοδοτικές εισφορές στην Ελλάδα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης ήταν ίσες με το 63% του μέσου όρου στην τότε Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ η παραγωγικότητα (ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας) σε μονάδες αγοραστικής δύναμης στην Ελλάδα το ίδιο έτος ήταν ίση με το 75% περίπου του μέσου όρου στην τότε ΕΕ.

Η Έκθεση του Μαρτίου του 2004 κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία σύγκλισης των αποδοχών ώστε η σχέση 'μέσες αποδοχές στην Ελλάδα/μέσες αποδοχές στην ΕΕ' να αντιστοιχεί στη σχέση 'μέση παραγωγικότητα στην Ελλάδα/μέση παραγωγικότητα στην ΕΕ' είναι όντως σε εξέλιξη. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην 11ετία 1994-2004 οι πραγματικές μέσες ακαθάριστες αποδοχές στην Ελλάδα αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 33% περίπου, ενώ στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκαν σωρευτικά μόλις κατά 3,3%. Ωστόσο, η σύγκλιση των αποδοχών πρέπει να είναι βαθμιαία, για να μην αντιστρατεύεται το στόχο για την επίτευξη της σταθερότητας των τιμών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας. Η εμπειρία του παρελθόντος στην Ελλάδα και αλλού έχει δείξει ότι σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες για την παραγωγή, τα εισοδήματα και την απασχόληση και μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική στασιμότητα και αύξηση της ανεργίας. Ο καλύτερος τρόπος για να αυξηθούν με ταχύτερο ρυθμό οι πραγματικοί μισθοί είναι να επιτευχθεί υψηλότερος ρυθμός ανόδου της παραγωγικότητας.


Αναζήτηση
Εργαλειοθήκη
Νόμοι και Κανονισμοί

Αγορά

Γενικός Δείκτης

Ημερολόγιο

FinancialCalendarPortlet

Εκδότης Αντικειμένων